δριμείας

δριμείας
δρῑμείᾱς , δριμύς
piercing
fem acc pl
δρῑμείᾱς , δριμύς
piercing
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στρυφνός — ή, ό / στρυφνός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (κυρίως για χυμό) αυτός που προκαλεί σύσπαση τών μυών τού στόματος λόγω τής δριμείας γεύσης του, στυφός («ὀξέα και δριμέα καὶ στρυφνά», Ξεν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) δύστροπος νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) περίπλοκος,… …   Dictionary of Greek

  • φορμαλδεΰδη — η, Ν 1. χημ. άκυκλη οργανική χημική ένωση, το πρώτο μέλος τής ομόλογης σειράς τών κορεσμένων μονοαλδεϋδών, γνωστή και ως μυρμηκική αλδεΰδη καθώς και με τη συστηματική ονομασία μεθανάλη 2. (φαρμ.) διαυγές, άχρωμο και δριμείας οσμής διάλυμα, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”